χωλός

χωλός
5560 χωλός
{прил., 15}
хромоногий, хромой, одноногий.
Ссылки: Мф. 11:5; 15:30, 31; 18:8; 21:14; Мк. 9:45; Лк. 7:22; 14:13, 21; Ин. 5:3; Деян. 3:2, 11; 8:7; 14:8; Евр. 12:13.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χωλός" в других словарях:

  • χωλός — lame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλός — ή, ό / χωλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός 2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια 3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλός ζωολ. γένος… …   Dictionary of Greek

  • χωλός — ή, ό αυτός που στερείται το ένα ή και τα δύο πόδια, ο κουτσός, ο κουτσοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωλά — χωλός lame neut nom/voc/acc pl χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc/acc dual χωλά̱ , χωλός lame fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλόν — χωλός lame masc acc sg χωλός lame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλαί — χωλός lame fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλούς — χωλός lame masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλέ — χωλός lame masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλή — χωλός lame fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλήν — χωλός lame fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλῶς — χωλός lame adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»